Πριν από μερικές ημέρες ψηφίστηκε ένα νέο νομοθετικό πλαίσιο για τα πανεπιστήμια, πάλι μέσα στο καλοκαίρι. Μερικές από τις διατάξεις του (άσυλο, μεταπτυχιακά κ.λπ.) προκάλεσαν σημαντικές αντιδράσεις από την πανεπιστημιακή κοινότητα αλλά και από τα περισσότερα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Αλλος ένας υπουργός Παιδείας προσπαθεί να αλλάξει τα πράγματα στα πανεπιστήμιά μας. Ο σημερινός ξεκίνησε με διακηρυγμένη διάθεση για συναίνεση. Παλαιότερα, είχαμε το φαινόμενο εκκίνησης της προσπάθειας επιβολής νέου νομοθετικού πλαισίου μέσα από την έντονη απαξίωση των πανεπιστημίων και των πανεπιστημιακών καθηγητών. Ομως τελικά ο κανόνας είναι ότι οι υπουργοί δεν συγχρωτίζονται με την ακαδημαϊκή κοινότητα, περιφρονούν τις θέσεις και τις απόψεις των πανεπιστημιακών και νομοθετούν με τα δικά τους κριτήρια. Οπως αναρωτήθηκε πρύτανης μεγάλου πανεπιστημίου της Αθήνας, «είναι δυνατόν οι πρυτάνεις όλων των πανεπιστημίων της χώρας –μεγάλων και μικρών, κεντρικών και περιφερειακών– να ομοφωνούν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και να έχουν όλοι τόσο λανθασμένες απόψεις σε όλα τα ουσιαστικά ακαδημαϊκά θέματα, ώστε να μην υιοθετηθεί καμία από τις προτάσεις που υπέβαλαν ως Σύνοδος στον υπουργό Παιδείας;».
Το ζητούμενο για τα πανεπιστήμια –διαχρονικά, όχι μόνο σήμερα– είναι η συναίνεση. Πρέπει να αποφασίσουμε όλοι να αφήσουμε στην άκρη τις «κόκκινες γραμμές» μας, να συζητήσουμε όλες τις απόψεις, να είμαστε αποφασισμένοι να υποχωρήσουμε σε πολλά από αυτά που εμείς θεωρούμε σωστά ή αδιαπραγμάτευτα, αν δεν «περπατάνε» στην πανεπιστημιακή κοινότητα. Ενα πολύ σημαντικό μάθημα που πρέπει να πάρουμε όλοι από τον ν. 4009/11 για τα πανεπιστήμια είναι πως, παρότι τελικά «ψηφίστηκε από 255 βουλευτές», δεν μπόρεσε να επιβάλει τη λογική του, καθώς δεν είχε τη συναίνεση της κοινότητας, ήταν ξένο προς αυτήν και προς τις ανάγκες της. Ενα νομοθέτημα που θα έχει τη συναίνεση της κοινότητας θα αποδώσει πολύ περισσότερα απ’ ό,τι θα ήλπιζε και ο θερμότερος υποστηρικτής του.
Ο νέος νόμος ψηφίστηκε. Δυστυχώς η κυβέρνηση «κατάφερε» να μείνει μόνη της, γιατί δεν επεδίωξε κανενός είδους συναίνεση, αλλά έμεινε αμετακίνητη από τις ιδεολογικές αγκυλώσεις της. Θα πρέπει να δούμε το αύριο. Οι εξελίξεις τρέχουν και δεν πρέπει να καθυστερούμε. Ο διάλογος για την επίτευξη συμφωνιών πρέπει να ξεκινήσει άμεσα, τώρα. Να κρατήσουμε τα καλά του νέου νόμου, υπάρχουν κάποια. Η δυνατότητα για δημιουργία ξενόγλωσσων προγραμμάτων προπτυχιακών σπουδών. Η δυνατότητα των πανεπιστημίων μας να βρίσκουν κι άλλους τρόπους χρηματοδότησης ώστε να μπορέσουν να κρατήσουν ψηλά το επίπεδό τους, καθώς θεσμοθετείται με νόμο η δυνατότητά τους να υλοποιούν εκπαιδευτικά προγράμματα με δίδακτρα, έστω και με σημαντικούς περιορισμούς. Η οργάνωση της διά βίου εκπαίδευσης από τα ιδρύματά μας.
Πρέπει όμως να προχωρήσουμε με πολύ γρήγορα βήματα. Τα πανεπιστήμιά μας εκπαιδεύουν πτυχιούχους με πολύ υψηλό επίπεδο, γνωστό πλέον σε όλο τον κόσμο. Αυτή η πραγματικότητα πιστοποιείται καθημερινά, τόσο από τους αποφοίτους μας, οι οποίοι στελεχώνουν μεγάλα πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα και νοσοκομεία σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική, όσο και από τον αριθμό των επιστημονικών δημοσιεύσεων και των αναφορών τους στη διεθνή βιβλιογραφία, οι οποίες, αν λογαριάσει κανείς τον πληθυσμό της χώρας και τη χρηματοδότηση των ιδρυμάτων μας και της έρευνας στην Ελλάδα, μας φέρνουν στις πρώτες θέσεις της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας.
Αυτό που μέχρι σήμερα θεωρούμε μεγάλο μειονέκτημα, τη φυγή των νέων επιστημόνων μας στο εξωτερικό, μπορούμε να το αντιστρέψουμε σε μέγιστο πλεονέκτημα για τη χώρα μας. Πώς; Μα διαφημίζοντας στο εξωτερικό την «εκπαιδευτική βιομηχανία» μας. Και παράλληλα, οργανώνοντάς την έτσι ώστε να κρατήσει τα Ελληνόπουλα που θέλουν να σπουδάσουν, αλλά και να προσελκύσει ξένους φοιτητές στη χώρα μας.
Πριν από μερικούς μόνο μήνες δημοσιεύθηκε μια σχετική μελέτη από την Εθνική Τράπεζα. Αναδεικνύονται τα πλεονεκτήματα της μετατροπής της χώρας μας σε έναν εκπαιδευτικό κόμβο. Τα συμπεράσματα είναι συγκλονιστικά:
«Σε συνδυασμό με την περικοπή της τρέχουσας εκροής Ελλήνων φοιτητών, η προαναφερθείσα αύξηση των διεθνών σπουδαστών θα μπορούσε να οδηγήσει σε ετήσια εισροή στην ελληνική οικονομία περίπου 1,8 δισεκατομμυρίου ευρώ…
αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,1 εκατοστιαία μονάδα κατά την πρώτη δεκαετία της μεταρρύθμισης (προσθέτοντας πάνω από 20 δισ. ευρώ ετησίως στο ελληνικό ΑΕΠ μέχρι το τέλος της δεκαετίας) και κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες τις επόμενες τρεις δεκαετίες».
Το πανεπιστήμιο (πρέπει να) είναι ένας ανοικτός οργανισμός που αναπτύσσει και ενθαρρύνει τον διάλογο, με την αυτοτέλεια και αυτονομία του (διοικητική, οικονομική, ακαδημαϊκή, εκπαιδευτική) και την εσωτερική δημοκρατία, που πλήττεται σε μεγάλο βαθμό σήμερα καθώς τα φαινόμενα βίας που ασκούν (έστω περιστασιακά) μειοψηφικές ομάδες την περιορίζουν. Ενα δημόσιο πανεπιστήμιο, ανοικτό στη διεθνή κοινωνία και σε άμεση επικοινωνία και συνέργεια με αυτήν, φιλελεύθερο, δημοκρατικό, αυτοτελές και αυτόνομο, θα αποτελέσει τον πιο ισχυρό πολιορκητικό κριό στον πόλεμο κατά της κρίσης και της μιζέριας και θα γίνει το όχημα που θα οδηγήσει την Ελλάδα στην ανάπτυξη, αλλά κυρίως στην κοινωνική μεταρρύθμιση και στην αλλαγή της νοοτροπίας μας, η οποία τα τελευταία χρόνια είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του εαυτού μας. Θα γίνει η «βαριά ελληνική βιομηχανία».
* Ο κ. Στάθης Ευσταθόπουλος είναι καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος της ΠΟΣΔΕΠ.